- πορφυρόνωτος
- πορφῠρό-νωτος, ον,A purple-backed,
φᾶρος Nonn.D.44.56
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φᾶρος Nonn.D.44.56
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορφυρόνωτος — ον, Α φρ. «φᾶρος πορφυρόνωτον» ένδυμα με πορφυρό χρώμα στην πλάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + νῶτον (πρβλ. ποικιλό νωτος)] … Dictionary of Greek
πορφυρόνωτον — πορφυρόνωτος purple backed masc/fem acc sg πορφυρόνωτος purple backed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek